Η κατά ΠΑΣΟΚ διεθνιστική αλληλεγγύη

Μια φορά κι έναν καιρό, ο ηγέτης των Παλαιστινίων ήταν ο εκλεκτός του προέδρου του ΠΑΣΟΚ και ο παλαιστινιακός λαός ο αδελφός του ελληνικού: «ο Ανδρέας δεν θα το έκανε ποτέ αυτό», θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος με αφορμή την πρόσκληση Νετανιάχου από τον σημερινό Έλληνα πρωθυπουργό. Κι όμως, όπως εξηγεί ο Ιός σ’ένα παλιότερο κείμενό του (28.3.1999), η αλληλεγγύη ήταν ανέκαθεν για το ΠΑΣΟΚ μια έννοια α λα καρτ.

Η ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΛΛΗΕΓΓΥΗ

Από τον ένοπλο αγώνα στην ΟΝΕ

«Ο Αντρέας δεν θα το έκανε ποτέ αυτό». Διατυπωμένη σχεδόν σαν εξορκισμός του κακού, η νοσταλγική αναπόληση των ένδοξων ημερών της Μεταπολίτευσης και της «εθνικά υπερήφανης» δεκαετίας του ’80 κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο την επαύριο της παράδοσης του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Εύκολα ερμηνεύσιμη με βάση το σοκ που προκάλεσαν στην κοινή γνώμη οι πρόσφατες εξελίξεις, δεν παύει ωστόσο να εμπεριέχει τον κίνδυνο εξιδανίκευσης ενός παρελθόντος που στην πραγματικότητα ουδέποτε υπήρξε. Αν υπάρχει ένα κόκκινο νήμα που συνδέει το «ιστορικό» ΠΑΣΟΚ με το σημερινό, αυτό είναι η πάγια αντίληψη ότι η διεθνιστική αλληλεγγύη δεν αποτελεί αυτόνομο πολιτικό καθήκον ενός ριζοσπαστικού σχηματισμού, αλλά, αντίθετα, υπάγεται στους εκάστοτε «εθνικούς» σχεδιασμούς και στοχοθεσίες. Αν κάτι άλλαξε στο πέρασμα του χρόνου, αυτό ήταν απλώς οι αναλύσεις που προσδιόριζαν κάθε φορά τους προνομιακούς συμμάχους της χώρας και, κατ’ επέκταση, του Κινήματος. Αν η «περιφερειακή» Ελλάδα των πρώιμων παπανδρεϊκών αναλύσεων όφειλε να στηρίξει ενεργά τους κάθε λογής πολέμιους του ιμπεριαλισμού, η σημερινή «βαλκανική υπερδύναμη» και υποψήφια για το κλαμπ των πλουσίων της ΟΝΕ οφείλει να αναζητήσει άλλες παρέες. Ας δούμε όμως τα στάδια αυτής της εξέλιξης.

Η σύνδεση «εθνικής στρατηγικής» και «διεθνιστικής αλληλεγγύης» ήταν δεδομένη πολύ πριν από την ίδρυση του κόμματος, ήδη από τον καιρό του αντιδικτατορικού αγώνα. Χαρακτηριστική είναι η σχετική τοποθέτηση του Ανδρέα Παπανδρέου στον πρόλογο που έγραψε το 1972 για την αυτοβιογραφία του πρίγκιπα Νοροντόμ Σιχανούκ της Καμπότζης, συμμάχου τότε των Κόκκινων Χμερ ενάντια στη φιλοαμερικανική δικτατορία που τον είχε ανατρέψει. Αναζητώντας «παράλληλα σημεία στις ιστορίες της Καμπότζης και της Ελλάδας», ο αρχηγός του ΠΑΚ εκτιμούσε τότε πως «ο δρόμος της ένοπλης πάλης είναι η θεμελιώδης, αναπόφευκτη κατάληξη στην οποία οδηγούνται όλες οι χώρες-θύματα του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού» και καλούσε σε συντονισμό των αδελφών κινημάτων σε παγκόσμια κλίμακα: «Στον δύσκολο, μακροχρόνιο και δαπανηρό αγώνα για την απελευθέρωση, την εθνική αυτοδιάθεση, τον σοσιαλισμό, την δημοκρατία και την λαϊκή κυριαρχία, τα έθνη που έγιναν λεία του επιθετικού αμερικάνικου ιμπεριαλισμού πρέπει να συντονίσουν τις ενέργειές τους σε μια κοινή βάση, εφόσον και ο επιτιθέμενος δρα επί συνολικής βάσεως. (…) Οι λαοί της Ινδοκίνας σήκωσαν το κύριο φορτίο, ένα φορτίο θεαματικό και καταπληκτικό στην πάλη για την ανεξαρτησία και την αυτοδιάθεση. Αυτοί έδειξαν το δρόμο. Εμείς θ’ ακολουθήσουμε» («Στα νύχια της CIA», Αθήνα 1974, σ. 9-10).
Ελέω Μεταπολίτευσης, η Ελλάδα μπορεί τελικά να μη μετατράπηκε σε Καμπότζη, οι βασικοί όμως διεθνείς προσανατολισμοί του ΠΑΚ μεταφυτεύθηκαν σχεδόν αυτούσιοι στο διάδοχό του ΠΑΣΟΚ. Σύμφωνα με τις πρώιμες αναλύσεις του ΠΑΣΟΚ, η Ελλάδα ανήκε στην τριτοκοσμική «περιφέρεια» και η θέση της ήταν στο πλευρό των απόκληρων της οικουμένης, που δεν είχαν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους (ως έθνη, βέβαια, κι όχι ως άτομα). Υποστηρίζοντας ότι «στην εποχή μας η μεγάλη σύγκρουση είναι η σύγκρουση ανάμεσα στις μητροπόλεις του καπιταλισμού και στις χώρες που μένουν στο περιθώριό του», ο ιδρυτής του κόμματος εξηγούσε τον Ιανουάριο του 1976: «Οι συμμαχίες για ένα κίνημα σαν το ΠΑΣΟΚ στηρίζονται στη θέση που παίρνουν κόμματα, κινήματα, πολιτικές δυνάμεις, κυβερνήσεις πάνω στο κρίσιμο, το κυριαρχικό θέμα του ιμπεριαλισμού. Φυσικοί μας σύμμαχοι είναι τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου και εκείνες οι σοσιαλιστικές πολιτικές δυνάμεις που δεν συμβιβάζονται με τον ιμπεριαλισμό». Η απουσία κρατικών ευθυνών επέτρεπε τη διατήρηση μιας στοιχειώδους συνέπειας, ως προς ορισμένες τουλάχιστον διακηρύξεις. Την επαύριο λχ της συριακής εισβολής στον Λίβανο εναντίον της εκεί αριστεράς και των Παλαιστινίων, το ΠΑΣΟΚ διακόπτει πανηγυρικά τις σχέσεις του με το Μπάαθ της Δαμασκού, κατηγορώντας το για προδοσία των αντιιμπεριαλιστικών ιδανικών (2/10/76).

Η δεκαετία του ’80 υπήρξε, ως γνωστόν, η εποχή της ρεαλιστικής προσαρμογής των «οραμάτων» στα καλούπια του «εφικτού». Η επαγγελία της μετωπικής αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό αντικαθίσταται από άλλες, μετριοπαθέστερες, στοχεύσεις και μαζί τους αλλάζουν και τα κριτήρια της διεθνούς αλληλεγγύης. Το 1ο συνέδριο του κόμματος (1984) θα διατηρήσει ως «βασικό κριτήριο στις διεθνείς σχέσεις του ΠΑΣΟΚ» την «τοποθέτηση» των ξένων κομμάτων κι οργανώσεων «στην παγκόσμια σύγκρουση ανάμεσα στη Μητρόπολη και την Περιφέρεια», επιτρέπει όμως ταυτόχρονα και αξιολογήσεις με βάση άλλα, ελαστικότερα σκεπτικά («συμβολή στην αποδυνάμωση των πολιτικό-στρατιωτικών μπλοκ», «συμβολή στο θέμα του αφοπλισμού, της ύφεσης, της ειρήνης, της αποκλιμάκωσης»). Στην πράξη, αυτή η «πραγματιστική αλληλλεγγύη» παίρνει κυρίως τη μορφή αλλεπάλληλων πανηγυρικών εκδηλώσεων και συνεδρίων με θέμα (και προσκεκλημένους) τα απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου, καθώς και μιας αρκετά ευρείας παροχής πολιτικού ασύλου σε κάθε λογής διωκόμενους αγωνιστές. Η αντίδραση της Ουάσιγκτον και των δυτικών ΜΜΕ απέναντι σε αυτή τη «συνοδοιπορία με τη Διεθνή Τρομοκρατία» θα εγγυηθεί, στις δεδομένες συνθήκες του «Δεύτερου Ψυχρού Πολέμου», το δημοφιλή χαρακτήρα αυτών των εκδηλώσεων «εθνικής περηφάνιας». Οχι βέβαια πως τα πράγματα υπήρξαν απολύτως ανέφελα. Εκτός από τις δυτικές πιέσεις, οι πασοκικές κυβερνήσεις έχουν να αντιμετωπίσουν και τις επιπτώσεις από τις υπόγειες αντιθέσεις μεταξύ «αδελφών» χωρών και κινημάτων. Ενα τυπικό δείγμα τέτοιων τριβών αποτελεί η μαζική απέλαση Κούρδων του Ιράκ ύστερα από απαίτηση της πρεσβείας του Σαντάμ (9/9/82). Ενα άλλο ήταν το διάβημα του Κάρολου Παπούλια προς την πρεσβεία της Λιβύης για το κύμα δολοφονιών Λίβυων αντικαθεστωτικών στην Αθήνα, το οποίο «προκαλεί ανησυχίες στην κοινή γνώμη και ταυτόχρονα μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από κύκλους που εδώ και καιρό προσπαθούν να δημιουργήσουν προβλήματα στις σχέσεις των δυο χωρών» («Ε» 12/7/84).
Η επόμενη «ρεαλιστική» αναδιάταξη σημειώθηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80. Πρόκειται για τη μετατόπιση από την κυρίαρχη ώς τότε αντιιμπεριαλιστική λογική -που θεωρούσε τη στρατοκρατική Τουρκία σαν ένα (συγκυριακό) «όργανο των ιμπεριαλιστών» εναντίον της προοδευτικής Ελλάδας- στον καθαρό εθνικισμό, που ταυτίζει τον τουρκικό λαό και το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της γειτονικής χώρας με το εκεί καθεστώς και ευνοεί τη δημιουργία μετώπων σε εθνική κι όχι πολιτική βάση. Πρωτεργάτες της στροφής υπήρξαν ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης και ο ηγετικός πυρήνας της Ενωσης για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών (ΕΔΑΛ) – ενός σχηματισμού που ξεκίνησε με την πρόθεση μιας αρκετά ευρείας διεθνιστικής αλληλεγγύης για να καταλήξει το 1987-88 σε ομπρέλα για τις κινήσεις εκείνες και μόνο που διαπνέονταν από αντιτουρκικές διαθέσεις (και, κυρίως, απέκλειαν κάθε επαφή και συνεργασία με την καταδιωκόμενη τουρκική Αριστερά). Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, πολλές από τις συμμαχίες της προηγούμενης περιόδου θα «επανανομιμοποιηθούν» με βάση το νέο σκεπτικό, ως οικοδόμηση ενός διεθνούς πλέγματος υποστήριξης προς τα εθνικά μας δίκαια: «Ορτέγκα: Να φύγουν οι Τούρκοι από την Κύπρο» («Νέα» 11/10/89), «Δική σας η Ολυμπιάδα. Υπέρ της ελληνικής υποψηφιότητας ο Ορτέγκα» («Επικαιρότητα» 3/5/89).
Στις αρχές της δεκαετίας μας, η αλλαγή του σκηνικού έχει πια ολοκληρωθεί. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ και το κύμα της μετανάστευσης προς την Ελλάδα κατέστησαν πλέον σαφές στους πάντες ότι η χώρα μας ανήκει στο κλαμπ του Βορρά. Στα κομματικά ντοκουμέντα του ΠΑΣΟΚ αυτή η συνειδητοποίηση είναι κάτι παραπάνω από ορατή: σύμφωνα με τη νέα διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη (1993), «η πατρίδα μας θα δώσει τη μάχη της δημιουργίας ανταγωνιστικής εθνικής οικονομίας ως ευρωπαϊκή χώρα που έχει προνομιακή θέση στη Βαλκανική» – ασκώντας, προφανώς, το δικό της ιμπεριαλισμό (οικονομικό κά) πάνω στους «μη προνομιούχους» γείτονες. Πιο κυνικός, ο Πέτρος Κωστόπουλος θα αποτυπώσει με επιγραμματικό τρόπο το πνεύμα της νέας εποχής, όταν μας ξεναγεί στα πασοκικά του νιάτα: «Η μισή Ελλάδα κόλλαγε αφίσσες και η άλλη μισή έβγαζε φιλιππικούς στα καφενεία. «Πακ, Μιρ, Φενταγίν, Τουπαμάρος, Βιετκόγκ’, `Ελλάδα, Κύπρος, Παλαιστίνη, Αμερικάνος δε θα μείνει’ (…) Τα σκέφτομαι και κοκκινίζω από ντροπή. Τόσο μαλάκας είμουνα μικρός;» («Κλικ» 2/1992). Είναι προφανές πως ο κ. Πάγκαλος δεν κατέφυγε καθόλου τυχαία στο ρατσιστικό χαρακτηρισμό «Κενυάτες του ελληνικού Κοινοβουλίου», όταν θέλησε να προσβάλει τους εγχώριους πολιτικούς αντιπάλους του…

Η Γη της ΕξαγγελΙας

Η υποστήριξη προς το παλαιστινιακό κίνημα αποτελεί αναμφίβολα την πιο χτυπητή εκδήλωση διεθνιστικής αλληλεγγύης από μέρους του ΠΑΣΟΚ. Γεγονότα όπως η πρώτη επίσημη επίσκεψη του Αραφάτ στην Αθήνα (14/12/81), η αναβάθμιση της αντιπροσωπείας της PLO στο ίδιο επίπεδο με τη διπλωματική αποστολή του Ισραήλ, η καμπάνια αλληλλεγγύης στους πολιορκημένους φενταγίν της Βηρυτού το καλοκαίρι του 1982, η μαζική περίθαλψη τραυματιών και ανήλικων προσφυγόπουλων σε ελληνικά ιδρύματα, η αποστολή ελληνικών πλοίων για την παραλαβή του Αραφάτ και των οπαδών του από την Τρίπολη του Λιβάνου έχουν αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη, ως κορυφαίες πράξεις αντίστασης στη δυτική ορθοδοξία που ήθελε έναν αγωνιζόμενο λαό χωρίς πατρίδα συλλογικά στιγματισμένο σαν «τρομοκράτη». Η δημόσια αναγνώριση αυτής της προσφοράς από την ηγεσία της PLO ήταν άλλωστε αδιαμφισβήτητη: επιλέγοντας την Αθήνα ως πρώτο σταθμό του μετά την έξωση από τη Βηρυτό, ο Αραφάτ δε θα παραλείψει να εξηγήσει στην τουρκική «Τζουμχουριέτ» (31/8/82) ότι αυτό συνέβη επειδή «κατά τις πιο δύσκολες μέρες της δοκιμασίας, η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε το πιο ζωηρό ενδιαφέρον από όλους» για την τύχη των πολιορκημένων της λιβανικής πρωτεύουσας.
Λιγότερο γνωστές είναι οι υπόγειες διαδρομές και περιπέτειες αυτής της φιλίας. Ενα μέρος της ιστορίας αφορά ούτως ή άλλως υποθέσεις μη ανακοινώσιμες στο ευρύ κοινό, οι οποίες κατά κανόνα συνδέονταν με το κρυφτούλι ανάμεσα στις ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας και τις οργανώσεις της παλαιστινιακής αντίστασης, με επίδικο αντικείμενο τον έλεγχο της παρουσίας των τελευταίων στην Ελλάδα. Το πρόβλημα δεν αφορούσε μονάχα την παρουσία «ανεξέλεγκτων» από την ίδια την PLO δικτύων και ομάδων, όπως η «Φατάχ-Επαναστατικό Συμβούλιο» του Αμπού Νιντάλ ή -αργότερα- η «Τζιχάντ». Την κατάσταση περιέπλεκε η πολιτική των ΗΠΑ να ταξινομούν με το δικό τους τρόπο τις συνιστώσες του παλαιστινιακού κινήματος σε «μετριοπαθείς» και «τρομοκρατικές» και να ασκούν τις ανάλογες πιέσεις στις ελληνικές κυβερνήσεις και υπηρεσίες. Τον Ιανουάριο του 1986 πληροφορηθήκαμε έτσι ότι η χώρα μας μόλις είχε απελάσει 8 μέλη του «Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Μετώπου» (FLP), οργάνωσης που μετείχε μεν στην PLO αλλά λόγω της εμπλοκής της στην υπόθεση Ακίλε Λάουρο είχε συγκεντρώσει πάνω της τη μήνι της Ουάσιγκτον. Εκεί ωστόσο που έγιναν εμφανή με τον πιο κραυγαλέο τρόπο τα όρια της «εθνικά υπερήφανης» αλληλεγγύης ήταν στην υπόθεση του Μωχάμεντ Χαμντάν. Ο καταζητούμενος από τις ΗΠΑ παλαιστίνιος αγωνιστής συνελήφθη το 1988 στο αεροδρόμιο του Ελληνικού ύστερα από υπόδειξη των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας, παραδόθηκε από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ σε εκείνες της ΝΔ, δικάστηκε το 1993 για βομβιστική ενέργεια (στον Ειρηνικό) με βάση τις ανεπιβεβαίωτες «πληροφορίες» της CIA και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 15 χρόνων, για να απελαθεί από την κυβέρνηση Σημίτη το Δεκέμβριο του 1996. Αμέσως μετά την άφιξή του στο αεροδρόμιο του Καϊρου συνελήφθη και 17 μήνες μετά βρέθηκε στα χέρια του FBI, κάτω από συνθήκες που θυμίζουν εκπληκτικά την πρόσφατη παράδοση του Οτσαλάν. Ακόμη και στη χώρα μας, ελάχιστοι φάνηκαν ωστόσο να συγκινούνται από αυτή την «προδοσία».
Το ίδιο διακριτικό υπήρξε άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης απέναντι στην πρώτη απόπειρα του ΠΑΣΟΚ να αναθεωρήσει τη φιλοπαλαιστινιακή πολιτική του προς όφελος μιας πιο «ισορροπημένης» θέσης. Ηταν 30 Νοεμβρίου 1987, όταν ο υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας επισκεπτόταν το Ισραήλ προαναγγέλλοντας την «αναβάθμιση» των σχέσεων της Αθήνας με το Τελ-Αβίβ και αφήνοντας να εννοηθεί ότι η τήρηση ίσων αποστάσεων ανάμεσα στο σιωνιστικό κράτος και την παλαιστινιακή αντίσταση ανήκε πλέον στο παρελθόν. Είχε προηγηθεί η διακριτική αλλά ουσιαστική ευθυγράμμιση της ελληνικής διπλωματίας με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στο όλο ζήτημα: χαρακτηριστική μπορεί να θεωρηθεί η αποχή της χώρας μας (μαζί με όλη την ΕΟΚ) από την ψηφοφορία στον ΟΗΕ υπέρ της απελευθέρωσης των παλαιστινίων πολιτικών κρατουμένων του Ισραήλ (3/12/86, Ψήφισμα 41/63). Στις αναλύσεις τους προς τους δημοσιογράφους, τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν παρέλειπαν να συνδέουν αυτή τη στροφή με τον περιορισμένο βαθμό επιβεβαίωσης των εξαγγελιών του παρελθόντος για «πακτωλό αραβικών επενδύσεων» στη χώρα μας (αλλά και να ευαγγελίζονται νέες επενδύσεις, ισραηλινής αυτή τη φορά προέλευσης). Από μια ιδιοτροπία της τύχης, το αεροπλάνο του κ. Παπούλια δεν είχε προλάβει καλά καλά να απογειωθεί από το Τελ Αβίβ, όταν ξέσπασε η Ιντιφάντα, την οποία και ευσχήμως έσπευσε να καταδικάσει ως «κύμα βίας, που δεν επιλύσει κανένα πρόβλημα» (17/12/87)…

Τα τσαροΥχια του διεθνισμοΥ

Η πιο χαρακτηριστική μορφή που σημάδεψε τις μεταπτώσεις στην πασοκική αντίληψη περί διεθνιστικής αλληλεγγύης είναι χωρίς αμφιβολία ο Αντώνης Τρίτσης. Οχι μόνο επειδή ξεκίνησε την πολιτική του στράτευση με περιπλανήσεις στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Βόρειας Αφρικής, αλλά και επειδή ακόμα και το θάνατό του τον σφράγισε με την επιθυμία να αναπτυχθεί το κίνημα αλληλεγγύης των λαών. Σύμφωνα με τη διαθήκη του που συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1990, αφήνει ολόκληρη την κινητή και ακίνητη περιουσία του για τη δημιουργία ενός ιδρύματος με την επωνυμία «Ιδρυμα Αντώνη Τρίτση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών».
Από τις αναμνήσεις του συνεργάτη και φίλου του Νίκου Σουρή («Το τελευταίο αγώνισμα του δεκάθλου», Εκδόσεις Σίσυφος, Αθήνα 1997), επιλέγουμε τρεις χαρακτηριστικές στιγμές από τη δράση του Κεφαλλονίτη πολιτικού.
Το 1972 ο Τρίτσης εργαζόταν ως συντονιστής στο πρόγραμμα ανάπτυξης μιας περιοχής στην έρημο της Λιβύης. Εκεί εντυπωσιάζεται από τους Παλαιστίνιους αντάρτες. Ηταν η περίoδος της χούντας και της ελπίδας για ένα ελληνικό αντάρτικο του ΠΑΚ: «Γνώρισα δύο νέους, ένα φυσικό κι έναν πολιτικό μηχανικό. Μου τους συνέστησαν ως ‘μάρτυρες’. Ηταν δηλαδή άνθρωποι που εκπαιδεύονταν, ώστε να εκραγούν μαζί με τους στόχους τους, φορτωμένοι εκρηκτικά. Το χιούμορ τους ήταν μοναδικό και η όρεξή τους για ζωή πραγματικά εντυπωσιακή. Κι όμως ήξεραν πως σε λίγο θα πέθαιναν. Τα ίδια χαρακτηριστικά συνάντησα στους αντάρτες της Βολιβίας, του Περού ή της Κολομβίας.»
Λίγα χρόνια αργότερα, τις παραμονές της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ο Τρίτσης, ως Γενικός Γραμματέας της Οργάνωσης για την Αφροασιατική Αλληλεγγύη, υποδέχεται τον υπουργό εξωτερικών του Ιράν, με ένα θερμό λόγο υπεράσπισης του χομεϊνισμού: «Διαμαρτύρονται οι ευαίσθητοι ιμπεριαλιστές γιατί δήθεν η Ιρανική Επανάσταση καταπιέζει τις γυναίκες αναγκάζοντάς τες να φορούν τσαντόρ. Τους προειδοποιούμε, ότι η μόδα της περιφέρειας τους επιφυλάσσει πολλές ακόμη εκπλήξεις: παλαιστινιακά καφτάνια, ελληνικά τσαρούχια, λατινοαμερικάνικα πόντσος.»
Μετά την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ τα σχέδια αλλάζουν. Η επαναστατική ουτοπία δίνει τη θέση της στο ρεαλισμό της κυβερνητικής διαχείρισης. Και ο Τρίτσης βαφτίζει αντάρτες τους δημόσιους υπάλληλους. Φεύγοντας από το ΥΧΟΠ το 1984 τους στέλνει το εύγλωττο μήνυμα: «Προς τους συντρόφους και τις συντρόφισσες του 4ου ορόφου, ΥΧΟΠ. Ενιωσα μαζί σας τη ζεστασιά και τη δύναμη που μόνο με τους συντρόφους της Βολιβίας, της Παλαιστίνης και της Κύπρου είχα νιώσει. La lucha continuara.»

Με τις παρωπίδες του εθνικού συμφέροντος

Η υποστήριξη του ΠΑΣΟΚ προς το κίνημα κατά του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική φαινόταν σταθερή και απολύτως λογική. Ωστόσο μια ιστορική «ιδιομορφία» στις σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας με το ρατσιστικό νοτιοαφρικανικό κράτος έμελλε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα πολιτικής και ιδεολογικής συνέπειας στο ΠΑΣΟΚ, ιδίως μετά το 1985. Το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς το λευκό καθεστώς είχε αρχίσει να κλονίζεται συθέμελα. Οι διεθνείς οργανισμοί και οι περισσότερες κυβερνήσεις υπό την πίεση των γεγονότων, αλλά και των κινημάτων συμπαράστασης προς την υφιστάμενη τα πάνδεινα πλειοψηφία, προσπαθούσαν να παρέμβουν στις εξελίξεις. Ηδη από το 1982 ο ΟΗΕ είχε αποφασίσει να προχωρήσει σε μια καμπάνια οριστικής απομόνωσης του καθεστώτος με την επιβολή πρακτικών μέτρων τιμωρίας και η τότε ΕΟΚ ψαχνόταν στην ίδια κατεύθυνση.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Κ. Λαλιώτης στις 19.8.1985 υποστήριζε ότι η χώρα μας «αποθαρρύνει κάθε είδους συνεργασία με τη Ν. Αφρική, και δεν είναι αντίθετη στην επιβολή οικονομικών ή άλλης φύσεως κυρώσεων». Μακάρι να ήταν έτσι. Τα στοιχεία που ήρθαν στην επιφάνεια αποκάλυπταν την κλασική διγλωσσία του «κινήματος των μη προνομιούχων αντιιμπεριαλιστών». Οι πληροφορίες για την ακμάζουσα ελληνική κοινότητα στη χώρα του απαρτχάιντ, οι τεκμηριωμένες αναφορές στις προνομιακές της σχέσεις με τους λευκούς ρατσιστές (με τον ίδιο τον τότε πρόεδρο Πίτερ Μπότα), οι αποδείξεις των ανθηρών οικονομικών (και πολιτιστικών) συναλλαγών Ελλάδας-Ν. Αφρικής, και ιδιαίτερα η στάση της ελληνικής διπλωματίας στον ΟΗΕ, ανέτρεψαν πλήρως την ειδυλλιακή εικόνα αλληλεγγύης προς τους καταπιεσμένους που επιθυμούσε να δημιουργήσει η κυβέρνηση Α. Παπανδρέου.
Οι ανθρωπιστικές αξίες πήγαιναν περίπατο μπρος στις φιλοδοξίες οικονομικής «διείσδυσης» στο κράτος του απαρτχάιντ, με το πρόσχημα της υποστήριξης στην ελληνική διασπορά. Η ίδρυση του Ελληνο-νοτιοαφρικανικού εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου παρουσιάζεται σαν μεγάλη επιτυχία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών. Η Γενική Γραμματεία Αποδήμων διαφημίζει τις επιχειρηματικές, πνευματικές, θρησκευτικές και άλλες επιδόσεις του εκεί ελληνισμού, που ξεπερνά τις 90.000 άτομα, χωρίς να κάνει τον κόπο να τοποθετήσει αυτή την «επιτυχία» στις τραγικές (για την πλειονότητα) πολιτικοκοινωνικές τοπικές συνθήκες. Η Εθνικής Τράπεζα, με τα οκτώ υποκαταστήματα της θυγατρικής της SABA, εργάζεται ανελλιπώς για τη διακίνηση κεφαλαίων που τονώνουν την «αυτοδύναμη ανάπτυξη». Εκατοντάδες πλοία ελληνικών συμφερόντων ξεφορτώνουν εκατομμύρια τόνους πετρελαίου στα λιμάνια της Ν. Αφρικής, ποσότητες που αποτελούσαν το 35% του συνόλου των εξακριβωμένων παραβιάσεων του εμπάργκο των Ηνωμένων Εθνών την περίοδο εκείνη. Η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να τοποθετηθεί αποφασιστικά -έστω και στο συμβολικό πεδίο- κατά του απαρτχάιντ, φάνηκε ακόμα και μέσα στο ναό της Δημοκρατίας μας. Η ελληνική Βουλή, το Νοέμβριο του 1986, δεν υιοθέτησε την πρόταση του Μανώλη Γλέζου (και όλων των αριστερών κομμάτων και κινημάτων) για την απόσυρση του τοτέμ του ρατσισμού, της προτομής δηλαδή, που υπήρχε μέσα στο κτίριο της Βουλής, του θεμελιωτή των φυλετικών διακρίσεων Γιαν Σματς. Ο λόγος ήταν, προφανώς, «εθνικός». Ο Σματς ήταν φίλος των βασιλιάδων μας και «φιλέλλην». Το είχε πει από το 1946 ο «γέρος της δημοκρατίας», ο Γ. Παπανδρέου.
Εως και το 1989, λίγους μήνες πριν την απελευθέρωση του κρατούμενου επί 27 χρόνια ηγέτη του ANC Νέλσον Μαντέλα, οι διπλωμάτες των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ απέφευγαν συστηματικά στις Γ.Σ. του ΟΗΕ να ψηφίσουν τις κυρώσεις κατά του νοτιοαφρικανικού καθεστώτος. Μόνον όταν οι συνθήκες της μετάβασης προς τον εκδημοκρατισμό στη Ν. Αφρική φάνηκαν να σταθεροποιούνται υπέρ των προτάσεων του ANC και των συμμάχων του, αρχίσαμε να μαθαίνουμε για έναν πραγματικά μεγάλο συμπατριώτη μας. Ως τότε, ο Γιώργος Μπίζος, που ήταν από τα βασικά στελέχη του αντιρατσιστικού κινήματος στη Ν. Αφρική και δικηγόρος από το ’60 του Μαντέλα, αναγνωριζόταν μόνο από τους «εθνικώς ύποπτους» διεθνιστές.

ΣΤΟ ΟΡΙΟ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ (1). Στις 3 Ιουνίου 1970, σε διάλεξή του στη Νέα Υόρκη με θέμα «Ο απελευθερωτκός μας αγώνας και η υπόθεση της πολιτικής λύσεως», ο αρχηγός του ΠΑΚ κατήγγελλε για μια ακόμη φορά την αμερικανική ανάμειξη στο πραξικόπημα των συνταγματαρχών και στήριζε πολλές ελπίδες για την ανατροπή της δικτατορίας στην έμπρακτη αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών κρατών: «Σας πληροφορώ ότι η Νορβηγία βρίσκεται πολύ κοντά στο να φύγει από το ΝΑΤΟ με βάση το ελληνικό θέμα. Η κίνηση αυτή ενισχύεται ιδιαίτερα από τη νεολαία της Νορβηγίας, η οποία έχει αρχίσει να αρνείται ένταξη στο στράτευμα συλλογικά, ομαδικά, εφόσον η Νορβηγία ανήκει στην ίδια συμμαχία με τον Παπαδόπουλο. Θέλω να ελπίζω ότι η Δανία και η Νορβηγία μέσα στο χρόνο που μας έρχεται θα προχωρήσουν πολύ παραπέρα. […] Πάντως ορισμένοι Ευρωπαίοι δίνουν μάχη πλέον με το Πεντάγωνο γύρω από το ελληνικό θέμα. Θα πρόσθετα ότι και η Ιταλία βασικά βρίσκεται κοντά μας» ( κυκλοφόρησε σε πολυγραφημένα αντίγραφα τον Ιούλιο 1970).

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ (2). Τρία χρόνια μετά, σε εισήγησή του στο Πολιτικό Σεμινάριο του ΠΑΚ στο Βίρτσμπουργκ, ο αρχηγός επανατοποθετείται: «Δεν έχουμε ούτε Ωνάσηδες ούτε ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που θα μας βοηθήσουνε. Μπορεί αύριο. Αλλά σήμερα όχι. Ωστόσο θα βρούμε συμμάχους. Μικρότερους. Ποιοι θα είναι; Θα είναι οι προοδευτικές επαναστατικές δυνάμεις του κόσμου. Και βρίσκονται παντού αυτές, και στον Τρίτο Κόσμο και στον Αραβικό χώρο και στη Νοτιοανατολική Ασία και στη Λατινική Αμερική και ακόμα στην Ευρώπη» ( 28/7/1973).

ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ. Από εισήγησή του ως εκπροσώπου του ΠΑΚ Ευρώπης στην Πανευρωπαϊκή Διάσκεψη Αλληλεγγύης για το λαό της Χιλής που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1974: «Ο αγώνας μας, ανηφορικός και πολυσύνθετος, κυρίως μετά τη βίαιη ανατροπή του Αλιέντε, πρέπει να ξεπεράσει ακόμα πολλές δυσκολίες. […] Δίπλα στη Χιλή και στην Ελλάδα, υπάρχουν τα απελευθερωτικά κινήματα της Αφρικής και η Ινδοκίνα, φωτεινό παράδειγμα για τη δυνατότητα των λαών να γονατίσουν ακόμα και τον τεχνοκρατικό γίγαντα της Δύσης» (Σ. Κωστόπουλου, «Για ένα πατριωτικό σοσιαλιστικό κίνημα», Καρανάσης 1984, σ. 207).

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ. Οταν οι μετέπειτα σύντροφοί του γοητεύονταν από την «τριτοκοσμική θεωρία», εκείνος υπήρξε ανώτερο στέλεχος διεθνών οργανισμών. Προφανής επομένως η διαφοροποίησή του: » Η ‘τριτοκοσμική προσέγγιση’, όπως την καταλαβαίνουμε εδώ, δεν είναι διέξοδος ούτε για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Είναι η παθολογική έκφραση ορισμένων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που εκφυλίστηκαν στην πορεία σε αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία καταπίεζαν στο εσωτερικό τις δημιουργικές και δημοκρατικές δυνάμεις και φανάτιζαν τις μάζες με μισαλλοδοξία και ξενοφοβία (Γ. Αρσένης, «Πολιτική κατάθεση», Οδυσσέας 1987, σ. 54-55).

ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ. Το γνωστό σχήμα περί ιστορικών εχθρών και φίλων του ελληνισμού και των σχέσεων έχθρας ή αλληλεγγύης που απορρέουν από αυτό διαθέτει και τη «φεμινιστική» εκδοχή του: «Η ψεύτικη συνείδηση που κυριάρχησε στον ελλαδικό χώρο μετά το 1974 εμπόδισε τις γυναίκες να επανασυνδεθούν με την ιστορική τους μνήμη μετά τη νέα τουρκική πρόκληση και τον εθνικό βιασμό της Κύπρου. Η απροθυμία και η αδιαφορία του ελλαδικού γυναικείου χώρου, του λεγόμενου κινήματος, ήταν επιπλέον εκδήλωση της απουσίας εθνικού προσωπικού αυτοσεβασμού και αξιοπρέπειας. […] Ο,τι όμως δεν είναι αυθεντικό, ό,τι είναι ψεύτικο, πεθαίνει. Εκεί οφείλεται ο θάνατος του παλιού, αυτού του τύπου των γυναικείων οργανώσεων που ασχολήθηκαν, και καλώς έπραξαν, με το βιασμό, αλλά δεν είδαν και δεν εμβάθυναν τους βιασμούς που υφίσταται ιστορικά η ελληνίδα γυναίκα από τον τουρκικό ρατσιστικό στρατό. […] Οι Πόντιες γυναίκες […] θα πρέπει να πρωταγωνιστήσουν στη νέα αφετηρία του κινήματος των ελληνίδων γυναικών. Ηρθε ο καιρός να κάνουν τους λογαριασμούς τους με το ένοχο για τα εγκλήματα τουρκικό κράτος και τον τουρκικό στρατό» («Ε», 8/4/95).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

«Από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ» (Αθήνα 1976, Εκδόσεις Λαδιά). Κείμενα του Ανδρέα Παπανδρέου της πρώιμης αντιιμπεριαλιστικής περιόδου (1970-1976), ενδεικτικά των πολιτικοϊδεολογικών αναλύσεων και των συνακόλουθων συμμαχιών της εποχής. Μεταξύ άλλων περιλαμβάνει και την ανακοίνωση διακοπής των σχέσεων του ΠΑΣΟΚ με το συριακό Μπάαθ, την επαύριο της επέμβασης εναντίον των Παλιαστινίων στο Λίβανο.

Σωτήρης Κωστόπουλος «Για ένα πατριωτικό σοσιαλιστικό κίνημα» (Αθήνα 1984, εκδ. Καρανάση). Πολιτικά κείμενα του ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ και πάλαι ποτέ κυβερνητικού εκπροσώπου, από την εποχή του ΠΑΚ ώς τα πρώτα χρόνια της «Αλλαγής». Διάσπαρτες αναφορές στις αντιλήψεις της εποχής για τη διεθνιστική αλληλεγγύη.

Μιχάλης Χαραλαμπίδης «Εθνικά ζητήματα. Τραγική απροθυμία, ανεπάρκεια και ολιγωρία του αθηναϊκού κράτους» (Αθήνα 1989, εκδ. Ηρόδοτος). Συλλογή κειμένων (άρθρα δημοσιευμένα σε εφημερίδες και περιοδικά, επιστολές, εισηγήσεις, δηλώσεις), στα οποία ο συγγραφέας προτείνει μια «νέα εθνική στρατηγική» μέσα από την ανάδειξη «των μετώπων της ελληνικής αντίστασης στον τουρκικό επεκτατισμό».

Νίκος Σουρής «Το τελευταίο αγώνισμα του δέκαθλου. Η γοητευτική περιπέτεια του Αντώνη Τρίτση» (Αθήνα 1997, εκδ. Σίσυφος). Βιογραφία του κεφαλονίτη πολιτικού, από τα βουνά της Βολιβίας μέχρι τη δημαρχία της Αθήνας.

Δημήτρης Τρίμης «Το ελληνικό Απαρτχάιντ» (περ. «Σχολιαστής» τχ.30, Σεπτέμβριος 1985). Εκτενές ρεπορτάζ για τις ανομολόγητες σχέσεις του εθνικού κέντρου με το ελληνικό τμήμα της κυρίαρχης λευκής μειοψηφίας της Ν.Αφρικής και, κατ’ επέκταση, με το ρατσιστικό καθεστώς του Απαρτχάιντ.

ΔΕΙΤΕ

BIOS και πολιτεία του Νίκου Περάκη (1987). Απολαυστική σάτιρα της πρώτης πασοκικής εξαετίας, εστιασμένη στις αλλοπρόσαλλες εκδοχές της προσαρμογής των «σοσιαλιστικών οραμάτων» στην προκρούστεια κλίνη του «εφικτού». Η «πραγματιστική» διεθνής αλληλεγγύη της εποχής είναι φυσικά κι αυτή πανταχού παρούσα.

Περί theatrodromou
Το Θέατρο Δρόμου είναι ένας τρόπος να πεις όσα μπορούν να ειπωθούν με κείμενα, εικόνες και μουσικές.

Σχολιάστε